- περικλυτός
- Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π., το ένα από τα δύο χάλκινα αγάλματα της Εκάτης στο Άργος.
* * *-ή, -όν, Α(επικ. τ.)1. (ιδίως για τον Ήφαιστο) αυτός τού οποίου το όνομα ακούγεται παντού, περιώνυμος, ξακουστός2. (για ήρωα) τρισένδοξος3. (για αοιδό) ονομαστός για την τέχνη του4. (για τόπο) περίφημος5. (για πράγμ.) λαμπρός, έξοχος («δῶρα δ' ἄγ' ἀλλήλοισι περικλυτὰ δώομεν ἄμφω», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κλυτός «φημισμένος» (< κλύω «ακούω»), πρβλ. δουρι-κλυτός].
Dictionary of Greek. 2013.